- κάτοχος
- possesseur
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
κάτοχος — holding down masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάτοχος — ὁ, ἡ (ΑΜ κάτοχος, ον) [κατέχω] νεοελλ. αυτός που γνωρίζει κάτι καλά, γνώστης, έμπειρος («είναι κάτοχος τής γερμανικής γλώσσας») νεοελλ. μσν. αυτός που έχει κάτι στην εξουσία του, κύριος, ιδιοκτήτης (α. «είναι κάτοχος μεγάλης κτηματικής… … Dictionary of Greek
κάτοχος — ο, η 1.αυτός που κατέχει κάτι, ιδιοκτήτης: Είναι κάτοχος τριών διαμερισμάτων. 2. αυτός που γνωρίζει κάτι: Είναι κάτοχος τριών ξένων γλωσσών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατόχως — κάτοχος holding down adverbial κάτοχος holding down masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάτοχον — κάτοχος holding down masc/fem acc sg κάτοχος holding down neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατόχοιο — κάτοχος holding down masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατόχοις — κάτοχος holding down masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατόχοισι — κάτοχος holding down masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατόχου — κάτοχος holding down masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατόχους — κάτοχος holding down masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατόχων — κάτοχος holding down masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)